σιγμοειδίτιδα

σιγμοειδίτιδα
η, Ν
ιατρ. πάθηση που προκαλεί φλεγμονή τού σιγμοειδούς κόλου.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. sigmoiditis < σιγμοειδής + κατάλ. -ίτιδα*].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”